- ὀκτάπηχυς,-υς,-υ
- A 0-1-0-0-0=1 1 Kgs 7,47(10)eight cubits long; neol.?
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
οκτάπηχυς — υ (Α ὀκτάπηχυς και ὀκτώπηχυς και, δωρ. τ. ὀκτάπαχυς) αυτός που έχει μήκος οκτώ πήχεων («δοκὸς ὀκτάπηχυς», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πήχυς] … Dictionary of Greek
οκτάπαχυς — ὀκτάπαχυς, υ (Α) (δωρ. τ.) βλ. οκτάπηχυς … Dictionary of Greek
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek
οκτώπηχυς — ὀκτώπηχυς, υ (Α) βλ. οκτάπηχυς· … Dictionary of Greek